χωριατόσπιτο

χωριατόσπιτο
köy evi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χωριατόσπιτο — το, Ν 1. σπίτι χωριάτη 2. (κατ επέκτ.) φτωχική κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + σπίτι] …   Dictionary of Greek

  • χωριατόσπιτο — το σπίτι χωριάτικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”